- σουγλιά
- σουγλιά, η βλ. σουβλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουγλιά — η, Ν βλ. σουβλιά … Dictionary of Greek
σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… … Dictionary of Greek
σουβλιά — σουβλιά, η και σουγλιά, η 1. χτύπημα με σουβλερό αντικείμενο: Μου έδωσε μια σουβλιά με τον αγκώνα του, για να καταλάβω πως πρέπει να σταματήσω τη φλυαρία μου. 2. δυνατός πόνος: Ένιωθε σουβλιές σε όλο του το κορμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)